λίκιγξ

λίκιγξ
λίκιγξ (Α)
(σχόλ.) «ἡ ἐλαχίστη βοὴ τῶν ὀρνέων».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στριβιλικίγξ — Α (στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ ἄν στριβιλικίγξ» ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα ιγξ (πρβλ. στρίγξ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”